ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το παρακάτω κείμενο το παρουσίασα στην Εκδήλωση με Θέμα: «Γυναίκες και Αναπηρία: Φεμινιστικές Διεκδικήσεις και Πολιτικές» την Τρίτη, 11 Ιουνίου 2019, στη Βιβλιοθήκη Θεμάτων Ισότητας και Φύλου. 


Θα ήθελα να ευχαριστήσω τις φίλες και συνανάπηρες της ομάδας Γυναίκες με Αναπηρία που με κάλεσαν να μιλήσω εδώ ως μέλος της ομάδας, αλλά και ως εκπρόσωπος της Κίνησης Χειραφέτησης Αναπήρων: Μηδενική Ανοχή. 
Simon De Beauvoir feminist
Ήρθε η ώρα λοιπόν να μιλήσουμε για τη χειραφέτηση των ανάπηρων γυναικών. 
Η χειραφέτηση είναι σαφώς μια μακρόχρονη διαδικασία, διαρκής και αδιάκοπη, που δεν σταματάει ή που δεν πρέπει να σταματάει ποτέ.

Τις προηγούμενες ημέρες, αναρωτήθηκα από πού θα μπορούσα να ξεκινήσω αυτή την ομιλία, από πού να πιάσει κάποια ένα τεράστιο θέμα σαν αυτό;
Είπα λοιπόν να ξεκινήσω από την ίδια τη λέξη, ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ. 
Με μια γρήγορη αναζήτηση σε ένα λεξικό διαπιστώνουμε τα εξής: η χειραφέτηση είναι το να γίνεται κάποια κύρια της τύχης της, να είναι ανεξάρτητη/ος, να απελευθερώνεται από τα δεσμά μιας εξουσίας.

Για τη χειραφέτηση των γυναικών έχει μιλήσει επιτυχώς για πολλά χρόνια το φεμινιστικό κίνημα. 
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραφε στο Δεύτερο Φύλο ότι «Οι όροι αρσενικό και θηλυκό μπορεί να χρησιμοποιούνται σαν συμμετρικοί, σε τυπικές φόρμες, για παράδειγμα σε νομικά έγγραφα κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα όμως, η σχέση των δύο φύλων δεν μοιάζει καθόλου με τη σχέση δύο πόλων, γιατί ο άντρας αντιπροσωπεύει τόσο το θετικό φορτίο όσο και το ουδέτερο, πράγμα που φαίνεται και από τη χρήση της γλώσσας καθημερινά, όπου χρησιμοποιούμε το αρσενικό γένος για να μιλήσουμε γενικά για το ανθρώπινο είδος. Ενώ η γυναίκα αντιπροσωπεύει μόνο το αρνητικό φορτίο, και καθορίζεται μέσα από περιοριστικά κριτήρια, χωρίς να υπάρχει καμία ανταλλαγή, καμία αμοιβαιότητα».
Επομένως, οι απόψεις/οι θέσεις των ανδρών παρουσιάζονται σαν να είναι καθολικές και ουδέτερες, ενώ οι γυναίκες αποκλείστηκαν από την πλήρη ισότιμη συμβολή τους στην παραγωγή της «κουλτούρας/του πολιτισμού». 
Η ανάπηρη φεμινίστρια και ακαδημαϊκός, Jenny Morris, γράφει, ότι αφού απέκτησε βλάβη, συνειδητοποίησε ότι αν και η αναπηρία αποτελεί μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν εμφανίζεται στις διάφορες μορφές που υιοθετεί ο πολιτισμός – παρά μόνο με όρους που ορίζονται από τους μη ανάπηρους (όπως ακριβώς δηλαδή, στο πλαίσιο του φεμινισμού, η πολιτιστική αναπαράσταση των γυναικών καθορίζεται από τους άνδρες). Χρησιμοποιώντας το ίδιο παράδειγμα της Σιμόν ντε Μπουβουάρ εξηγεί ότι η απουσία αναπηρίας αντιμετωπίζεται τόσο σαν θετικό φορτίο όσο και σαν καθολικό, ενώ η εμπειρία της αναπηρίας "αντιπροσωπεύει μόνο το αρνητικό φορτίο, καθορίζεται μέσα από περιοριστικά κριτήρια, και χωρίς να υπάρχει καμία ανταλλαγή μεταξύ τους, καμία αμοιβαιότητα».

Διαπιστώνει κανείς ότι αναπηρία και φεμινισμός έχουν σαν κοινή βάση την καταπίεση και τον ετεροπροσδιορισμό τους. 
Σύμφωνα με την Iris Marion Young η καταπίεση συνίσταται στην παρεμπόδιση κάποιων ατόμων ή/και ομάδων να εκφράσουν τις ανάγκες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, αλλά κυρίως στην καταστρατήγηση του δικαιώματός τους να αναπτύξουν και να εξασκήσουν τις ικανότητές τους στην κοινωνική αλληλεπίδραση.
Η Young επισημαίνει ότι η καταπίεση, δεν αναφέρεται στη μειονεκτική θέση που κατέχουν κάποια άτομα, ως απόρροια μιας τυραννικής δύναμης που τους επιβάλλεται, αλλά αναφέρει ότι η θέση αυτή είναι αποτέλεσμα καθημερινών πρακτικών. 
Συνεπώς, η καταπίεση αναφέρεται στη βαθιά αδικία που βιώνουν κάποιοι άνθρωποι, ως συνέπεια συμπεριφορών, στάσεων και αντιλήψεων που απωθούνται στο βαθύτερο ασυνείδητο και αναπαράγονται μέσα από οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς θεσμούς και μηχανισμούς.

Ωστόσο, η ρητορική του φεμινισμού, αφήνει συχνά τις ανάπηρες γυναίκες εκτός εξίσωσης, δίνοντάς τους καμία ή ελάχιστη σημασία και αποκλείοντάς τες από την κυρίαρχη ατζέντα, μολονότι βρίσκει κανείς πολλά κοινά σημεία στη βάση των διεκδικήσεων του φεμινιστικού και του αναπηρικού κινήματος. Μολονότι οι ανάπηρες γυναίκες πέφτουν κι αυτές πολύ συχνά θύματα βίας από τους συντρόφους τους, την οικογένεια και από τους προσωπικούς βοηθούς από τους οποίους έχουν πολλές φορές άμεση εξάρτηση.
Ο σεξισμός, η πατριαρχία και ο ρατσισμός δυστυχώς δεν καταπιέζει μόνο τις μη ανάπηρες γυναίκες. 

Παρακάτω θα κάνουμε λόγο για τρία σημαντικά θέματα που άπτονται τόσο στο φεμινιστικό όσο και στο αναπηρικό κίνημα:
1. Στη γνωστή φράση «το προσωπικό είναι πολιτικό»
2. Στο λεγόμενο «διπλό στίγμα» της ανάπηρης γυναίκας
3. Και στο διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που φροντίζουν τους άλλους και εκείνων που δέχονται φροντίδα μεταξύ δηλαδή «φροντιστών και εξαρτώμενων ατόμων».

Προτού επεκταθώ όμως, θα ήθελα να εξηγήσω γιατί χρησιμοποιώ τον όρο ανάπηρες γυναίκες αντί του όρου γυναίκες με αναπηρία. Εν συντομία, το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας χρησιμοποιεί τον όρο αναπηρία, όχι για να εννοήσει τη βλάβη, αλλά για να μιλήσει για τα εμπόδια εκείνα που μας καθιστούν ανάπηρες, εμπόδια όπως είναι τα στερεότυπα, οι διακρίσεις και ο κοινωνικός αποκλεισμός. 

Λίγα λόγια για το ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Το σημείο εκκίνησης για το κοινωνικό μοντέλο ήταν η δημοσίευση ενός κειμένου με τίτλο: «Θεμελιώδεις αρχές της αναπηρίας» από την Ένωση Αναπήρων κατά του Ρατσισμού (UPIAS) το 1976. Ένας από τους υπογράφοντες το κείμενο, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας του Κοινωνικού μοντέλου ήταν ο Vic Finkelstein.

Το κείμενο αυτό λοιπόν δήλωνε ότι: Κατά την άποψή μας, είναι η κοινωνία που καθιστά ανάπηρους τους ανθρώπους με σωματικές βλάβες. Η αναπηρία επιβάλλεται επιπρόσθετα από τις βλάβες μας με τρόπο τέτοιο που απομονωνόμαστε χωρίς λόγο και αποκλειόμαστε από την πλήρη συμμετοχή μας στην κοινωνία (UPIAS 1976: 14).

Αυτό το κείμενο έφερε τεράστια ανατροπή στο πώς αντιλαμβανόμαστε την αναπηρία γιατί υποστήριζε ότι δεν είναι η βλάβη, που έχουμε στα σώματά μας, η κύρια αιτία του κοινωνικού αποκλεισμού των αναπήρων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία ανταποκρίνεται στους ανάπηρους ανθρώπους.


ΟΡΙΣΜΟΙ
Βλάβη:
Η στέρηση μέρους ή του συνόλου ενός μέλους ή ύπαρξη ενός ελαττωματικού μέλους, οργανισμού ή ανατομίας του σώματος.

Αναπηρία:
Το μειονέκτημα ή ο περιορισμός δραστηριότητας που προκαλείται από τη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση, η οποία δε λογαριάζει καθόλου ή λογαριάζει ελάχιστα τους ανθρώπους που έχουν φυσικές βλάβες, περιορίζοντάς τους από τις κοινωνικές δραστηριότητες.


Ατομικό/Ιατροκεντρικό Μοντέλο
Η αναπηρία αντιμετωπίζεται ως ατομικό πρόβλημα (προσωπική τραγωδία)
Επικεντρώνεται στην ασθένεια και τη διάγνωση
Η δύναμη είναι στα χέρια των επαγγελματιών υγείας
Αγνοεί την κοινωνική εμπειρία της αναπηρίας

Κοινωνικό Μοντέλο
Θεωρεί σημαντική την κοινωνική εμπειρία της αναπηρίας
Η κοινωνία λειτουργεί καταπιεστικά, και είναι αυτή που προκαλεί την αναπηρία στα άτομα (εξωτερικά επιβαλλόμενοι περιορισμοί)
Οι λύσεις/αλλαγές είναι ευθύνη της κοινωνίας
Μάκρο vs Μίκρο επίπεδο (=σύνολο vs άτομο)

Ανάπηροι άνθρωποι είναι λοιπόν οι άνθρωποι με βλάβες που η κοινωνία τους καθιστά ανάπηρους (τους αναπηροποιεί).

Διαβάζοντας τα διάφορα κείμενα ανάπηρων Άγγλων ακτιβιστών και ακαδημαϊκών διαπιστώνουμε ότι μεσολάβησε αρκετό διάστημα μέχρις ότου ξεκαθαρίσουν απόλυτα τη χρήση των όρων βλάβη και αναπηρία, προκειμένου να χρησιμοποιείται με συνέπεια η λέξη «αναπηρία» ώστε να σημαίνει αποκλειστικά και μόνο την καταπίεση, και η λέξη «βλάβη» για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του σώματός μας.
Με πολύ απλά λόγια, το κοινωνικό μοντέλο εξηγεί ότι δεν φταίνε οι βλάβες μας αν δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε μια θεατρική παράσταση, φταίνε τα σκαλιά που υπάρχουν στο κτίριο τα οποία μας εμποδίζουν να μπούμε, ή αντίστοιχα για τα τυφλά άτομα φταίει η απουσία ακουστικής περιγραφής ή για τα κωφά άτομα φταίει η απουσία υπερτίτλων και διερμηνείας στη νοηματική γλώσσα από μια θεατρική παράσταση.
Επίσης, τις περισσότερες φορές δε φταίει η βλάβη, όταν μια ανάπηρη γυναίκα δεν κάνει οικογένεια ή παιδιά, φταίνε τα κοινωνικά στερεότυπα που θεωρούν a priori ότι δεν μπορεί να κάνει παιδιά και οικογένεια και στέκονται ως εμπόδια που καταπιέζουν την καθημερινή της ζωή και τη διεκδίκησή της προς αυτό το σκοπό. 

Αυτό το ξεκαθάρισμα λοιπόν στη χρήση των όρων αναπηρία και βλάβη είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για εμάς τις ανάπηρες γυναίκες. Ο όρος γυναίκες με αναπηρία χρησιμοποιεί τον όρο αναπηρία ακόμη με τον παλιό τρόπο, εκείνον που την ταυτίζει με τη βλάβη. Αντίθετα, ο όρος ανάπηρες γυναίκες χρησιμοποιεί την αναπηρία με την έννοια της καταπίεσης. 

1. Όπως είναι γνωστό, ένας από τους βασικότερους και γνωστότερους ισχυρισμούς που εκφράζει το φεμινιστικό κίνημα είναι η φράση «Το προσωπικό είναι πολιτικό». 
Παρόλο που η ακριβής προέλευση της φράσης είναι αβέβαιη, γνωρίζουμε ότι έγινε δημοφιλής μετά την έκδοση ενός ομότιτλου άρθρου το 1970 της Αμερικανίδας φεμινίστριας Carol Hanisch, στο οποίο υποστήριζε ότι πολλές προσωπικές εμπειρίες (ιδιαίτερα εκείνες των γυναικών) μπορούν να εντοπιστούν αν δούμε τη θέση κάποιου μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας. Το δοκίμιο της Hanisch επικεντρώθηκε στην εξουσία των ανδρών και στην καταπίεση των γυναικών. Για παράδειγμα, εάν μια συγκεκριμένη γυναίκα δέχεται βία από τον άντρα σύντροφό της, τότε ένας σημαντικός παράγοντας προκειμένου να ερμηνεύσουμε αυτή τη βία, είναι η γενικότερη κοινωνική καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες. Δυστυχώς, όμως η φράση αυτή έχει ιστορικά πολλές φορές παρερμηνευθεί και χρησιμοποιηθεί ή ερμηνεύεται με την ακριβώς αντίθεση σημασία: ότι δηλαδή η προσωπική συμπεριφορά των γυναικών έχει πολιτική σημασία.

Πάνω σε αυτή την παρερμηνεία στηρίχθηκε η φεμινίστρια συγγραφέας Charlotte Bunch η οποία είπε ότι:
«Εξετάζοντας την πολυμορφία μεταξύ των γυναικών, εντοπίζουμε μια από τις αδυναμίες της φεμινιστικής αντίληψης ότι το προσωπικό είναι πολιτικό. Είναι έγκυρο ότι κάθε γυναίκα ξεκινά από τις προσωπικές της εμπειρίες και είναι σημαντικό να δούμε πώς αυτές είναι πολιτικές. Αλλά πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι οι προσωπικές μας εμπειρίες διαμορφώνονται από την κουλτούρα με όλες της τις προκαταλήψεις. Επομένως, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στις ατομικές μας αντιλήψεις ως βάση για πολιτική ανάλυση και δράση – πόσω μάλλον δε, για  συνασπισμό. Οι φεμινίστριες πρέπει να επεκταθούμε πέρα από τα όρια των προσωπικών μας εμπειριών, μαθαίνοντας μέσα από την ποικιλομορφία των γυναικών. (Bunch, 1988, σελ. 290)

Ωστόσο, το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, επί της ουσίας απορρίπτει κάθε ατομική διάσταση της αναπηρίας (το λεγόμενο δηλαδή ατομικό μοντέλο) γνωρίζοντας ότι αυτό μοιραία οδηγεί στην αντίληψη της αναπηρίας σαν «προσωπική τραγωδία».


Jenny Morris Disabled Feminist

Λαμβάνοντας υπόψη της αυτά, λοιπόν, η ανάπηρη φεμινίστρια και ακαδημαϊκός Jenny Morris προβαίνει ουσιαστικά σε μια σύνθεση, αυτής της φράσης που αντλεί από το φεμινιστικό κίνημα, με το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας και μας λέει ότι στην πολιτική ρητορική των αναπήρων ο ισχυρισμός ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», σημαίνει ότι οι προσωπικές μας εμπειρίες της άρνησης των ευκαιριών δεν πρέπει να εξηγούνται μέσα από τις βλάβες μας, αλλά μέσα από τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και συμπεριφορικά εμπόδια που μας καθιστούν ανάπηρες/ους και που αποτελούν καθημερινό κομμάτι της ζωής μας.
Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας μας έδωσε τη γλώσσα για να περιγράψουμε τις εμπειρίες μας από τις διακρίσεις και τις προκαταλήψεις και στάθηκε εξίσου απελευθερωτικό για τους ανάπηρους ανθρώπους όπως ο φεμινισμός για τις γυναίκες.


2. H Jenny Morris εκφράζει επίσης αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι χρήσιμο σε εμάς τις ανάπηρες γυναίκες να επιτρέπουμε να εστιάζεται η συζήτηση στο λεγόμενο «διπλό στίγμα». 
Εξηγεί ότι «η εστίαση στο «φύλο και αναπηρία» δεν θα πρέπει να αφορά την εξέταση του λεγόμενου «διπλού στίγματος» που αντιμετωπίζουν οι ανάπηρες γυναίκες. Γιατί μια τέτοια εστίαση κάνει τις ανάπηρες γυναίκες να αισθάνονται αποδυναμωμένες. Επιπλέον, μια αναπόφευκτη συνέπεια μιας τέτοιας εστίασης, είναι να αντιμετωπίζεται η καταπίεση των ανάπηρων γυναικών σαν μια μικρή «μειοψηφία», μια προαιρετική (αν θες) προσθήκη στη βασική ατζέντα του φεμινιστικού κινήματος».

Μάλιστα, οι ελάχιστες έρευνες που έχουν γίνει για τις ζωές των ανάπηρων γυναικών τείνουν να το εμφανίζουν σαν ένα «ξεχωριστό/ειδικό» αντικείμενο μελέτης και το ερωτηματολόγιο τους τις περισσότερες φορές εστιάζει σε ερωτήσεις αν και πώς οι γυναίκες με βλάβες αντιμετωπίζουν διπλό στίγμα καθώς έρχονται αντιμέτωπες τόσο με τον σεξισμό όσο και με την αναπηρία. Τέτοιου τύπου μελέτες συνήθως προσπαθούν να αξιολογήσουν ποιο είναι τελικά «χειρότερο», ποιο από τα δύο έχει τις πιο σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή μιας γυναίκας. Με αποτέλεσμα μια τέτοια εστίαση, στο διπλό στίγμα, να κάνει τις ανάπηρες γυναίκες να αισθάνονται άβολα, παρουσιάζει τις ζωές μας τρομερά δύσκολες να βιωθούν, προκαλεί βάρος και κατά συνέπεια να οδηγεί σε αποδυνάμωση, κάνει δηλαδή τις ανάπηρες γυναίκες να αισθάνονται θύματα. 


3. Αναφορικά τώρα με το διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που φροντίζουν τους άλλους και εκείνων που δέχονται φροντίδα μεταξύ δηλαδή «φροντιστών και εξαρτώμενων ατόμων».
Η φεμινιστική έρευνα και αναλύσεις διαχώρισαν τις γυναίκες σε εκείνες που παρέχουν φροντίδα και στα μέλη των οικογενειών τους που εξαρτώνται από αυτές, δηλαδή «σε φροντιστές και εξαρτώμενους». Πράγμα βέβαια που έβαλε τελείως στο περιθώριο τις εμπειρίες των γυναικών που χρειάζονται βοήθεια και στήριξη και τις έκανε αόρατες. Στη συνέχεια τέθηκε θέμα «ίσων ευκαιριών» για τις μη ανάπηρες γυναίκες των οποίων η οικονομική κατάσταση πλήττεται εξαιτίας της απλήρωτης εργασίας που προσφέρουν με τη φροντίδα τους στο πλαίσιο της οικογένειας. Μάλιστα, κάποιες μη ανάπηρες φεμινίστριες τότε, πρότειναν οι ανάπηρες και ηλικιωμένες γυναίκες να τεθούν σε ιδρύματα. (για παράδειγμα, Dalley, 1988, Finch, 1990).
Με άλλα λόγια, οι ανάπηρες και ηλικιωμένες γυναίκες αποκλείστηκαν από την κατηγορία «γυναίκες» γιατί κατηγοριοποιήθηκαν ως «εξαρτώμενες», η παρουσία των οποίων αποτελούσε απειλή στις οικονομικές ευκαιρίες των μη ανάπηρων γυναικών. Μην ξεχνάμε ότι εκατοντάδες ανάπηρες γυναίκες διαβιούν σε κλειστού τύπου ιδρύματα και στη χώρα μας παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος, αρκετές από αυτές μάλιστα σε συνθήκες βασανισμού.
Έχοντας λοιπόν αποσιωπήσει τις φωνές των ανάπηρων και ηλικιωμένων γυναικών στις ακαδημαϊκές και δημόσιες συζητήσεις στην Αγγλία το 1980 και στις αρχές του 1990 και βάζοντας απέναντι τους όρους όπως «φροντιστές και εξαρτώμενοι», φτάσαμε να μιλάμε και για τα παιδιά των ανάπηρων γονέων, τα οποία συχνά περιγράφονται σαν «μικροί άγγελοι» που αναγκάζονται να «παραμελούν το σχολείο και τους φίλους τους» για να φροντίσουν τους ανάπηρους γονείς.
Αυτή η συζήτηση όμως, όπως μας εξηγεί η Μόρις, υπονομεύει κυρίως τις ανάπηρες μητέρες, καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις όπου τα παιδιά εντοπίζονται να προσφέρουν κάποια βοήθεια είναι όταν οι γυναίκες έχουν αναλάβει μόνες τους την ανατροφή των παιδιών. Ωστόσο, εάν εφαρμόσουμε το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας εδώ, μπορούμε να δούμε ότι υπάρχουν κοινωνικοί παράγοντες που δημιουργούν αυτή την κατάσταση, όπου τα παιδιά μπορεί να χρειαστεί να προσφέρουν κάποια βοήθεια στους ανάπηρους γονείς τους, με πιο σημαντικό από αυτούς, τη φτώχεια.

Η αμφισβήτηση του ιατρικού μοντέλου της αναπηρίας και των κυρίαρχων εννοιών της ανεξαρτησίας και της εξάρτησης μπορούν να μας βοηθήσουν να προωθήσουμε τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των ανάπηρων γυναικών. Αυτό αποδεικνύεται από τις ακόλουθες προτάσεις και τον τρόπο που διορθώνονται:


Θέσεις που σε καθιστούν ανάπηρη/ο:
Οι άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια στα φυσικά καθήκοντα της καθημερινής ζωής είναι εξαρτημένοι.
Εάν σε βοηθάει το παιδί σου να φορέσεις τα παπούτσια σου, αυτό συνεπάγεται ανατροπή ρόλων - έχεις γίνει εσύ το παιδί και το παιδί σου γίνεται ο γονιός.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε το ρόλο των «νεαρών φροντιστών» ώστε να μπορέσουμε να στηρίξουμε αυτά τα παιδιά στις «ευθύνες που έχουν να προσφέρουν φροντίδα, στις εμπειρίες και στις ανάγκες τους».
 
Μέσα από την οπτική των αναπηρικών δικαιωμάτων
Ανεξαρτησία δεν σημαίνει να κάνεις τα πάντα μόνη σου για τον εαυτό σου, αλλά το να έχεις εσύ τον έλεγχο για το πώς παρέχεται η βοήθεια.
Η ανάγκη για βοήθεια σε καθημερινά απλά πράγματα, δεν υπονομεύει την ικανότητά σου να αγαπάς και να φροντίζεις το παιδί σου.
Οι ανάπηροι γονείς δεν θα έπρεπε να έχουν την ανάγκη να βασίζονται στα παιδιά τους για βοήθεια. Έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν «πρακτική βοήθεια στο σπίτι» καθώς και τις προσαρμογές και τον εξοπλισμό που χρειάζονται.


Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι η αλληλεξάρτηση φύλου και αναπηρίας είναι ένα πολυδιάστατο ζήτημα και δεν αφορά μόνο γυναίκες. Άλλωστε και το φύλο και η αναπηρία είναι κοινωνικές κατασκευές που λειτουργούν καταπιεστικά τόσο στις γυναίκες και τα κορίτσια όσο και στους άντρες και τα αγόρια. Υπάρχει ο κίνδυνος εάν δεν αναγνωρίσουμε την επιρροή και την επίδραση στις ζωές τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, οποιαδήποτε ανάλυση ή απολογισμός της ζωής των αναπήρων μπορεί να είναι ελλιπής.
Η Μόρις «Στην υπερηφάνεια ενάντια στην προκατάληψη» εξετάζει τις έννοιες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας και του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκαν σε ανάπηρους άντρες και γυναίκες. Είναι σαφές ότι η αρρενωπότητα ως κοινωνική κατασκευή μπορεί να είναι εξαιρετικά καταπιεστική για τους ανάπηρους άντρες, δεδομένου ότι η αρρενωπότητα αποτελεί μια γιορτή δύναμης, σωμάτων ικανών και ενός προτύπου, του αρχηγού της οικογένειας, του κουβαλητή. Το να είσαι αρρενωπός είναι το αντίθετο από το να είσαι ευάλωτος και εξαρτημένος. Κάποιοι κριτικοί κινηματογράφου παρατηρούν ότι οι σκηνοθέτες έχουν χρησιμοποιήσει τις βλάβες (ιδιαίτερα εκείνη που περιλαμβάνει τη χρήση αναπηρικού αμαξιδίου) για να δείξουν πόσο τρομερό είναι το συναίσθημα της εξάρτησης για τους άντρες. Επίσης, τα ανάπηρα άτομα χρησιμοποιούνται συχνά ως πολιτιστική εκπροσώπηση του κακού. Όλα αυτά δημιουργούν πρόσθετους φραγμούς στους ανάπηρους άντρες με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι. Υπάρχουν πολλά βέβαια επίπεδα με τα οποία οι ανάπηροι άντρες έρχονται αντιμέτωποι και καταπιέζονται από τα πολιτικά στερεότυπα.

Γίνεται κατανοητό ότι τόσο οι ανάπηροι άντρες όσο και οι ανάπηρες γυναίκες δεν «μετράμε» στην κοινωνία ως διαμορφωμένες και ολοκληρωμένες προσωπικότητες, αλλά ως παρέκκλιση της «κανονικότητας» με ανισότιμη απορρόφηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ή απλά ως «παιδιά». Ουδέτερο. Ούτε θηλυκό ούτε αρσενικό. Μέσα από τα μάτια της κοινωνίας είσαι το ανάπηρο παιδί. Για πάντα. Για την κοινωνία, η ανάπηρη γυναίκα δεν είναι γυναίκα. Δεν ήταν ποτέ.

Ως ανάπηρες γυναίκες, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να μιλήσουμε για τις εμπειρίες μας, να τις καταστήσουμε ορατές, τόσο μεταξύ μας όσο και με τα μη ανάπηρα άτομα, με τέτοιο τρόπο που να μην υπονομεύεται η αυτοεκτίμησή μας. Για την ακρίβεια, οι φεμινιστικές έρευνες και αναλύσεις γίνονται με τρόπο ώστε να ενδυναμώνονται οι γυναίκες μέσα από αυτές και συνήθως δεν τις θυματοποιούν. Οι φεμινιστικές μελέτες για την καταπίεση των γυναικών είναι από μόνες τους μια μέθοδος να τονώσουν την αντίσταση, τον αγώνα ενάντια στην καταπίεση. Οι μελέτες για τις εμπειρίες των γυναικών -αν και είναι μελέτες πάνω στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη ζωή τους- σπάνια τις παρουσιάζουν ως παθητικά θύματα.

Το παράδειγμα αυτό θα πρέπει να το ακολουθήσουμε και εμείς, οι ανάπηρες γυναίκες. Θα πρέπει ΕΜΕΙΣ να θέσουμε τους όρους για το πώς θα μιλήσουμε για εμάς, για το πώς η κοινωνία θα μιλάει για εμάς. 
Θα πρέπει να διεκδικήσουμε και να απαιτήσουμε από το φεμινιστικό κίνημα να βάλει στο κέντρο της ατζέντας του τις ανάπηρες γυναίκες, ακριβώς όπως έκαναν κάποτε οι μαύρες γυναίκες. Όπως έχει πει η Bunch ο φεμινισμός πρέπει να λάβει υπόψη του την ποικιλομορφία των γυναικών, και οι ανάπηρες γυναίκες είμαστε μέρος αυτής της ποικιλομορφίας.

Σύμφωνα με την Μόρις το γεγονός ότι μας αντιμετωπίζουν σαν μειονότητα μειοψηφικού ενδιαφέροντος, σαν ομάδα που αντιμετωπίζει «διπλό στίγμα» συνδέεται πολύ με το γεγονός ότι οι ανάπηρες γυναίκες δεν είχαν την ευκαιρία να καθορίσουν οι ίδιες την ερευνητική ατζέντα ή να διεξάγουν οι ίδιες τις έρευνες αυτές, με αποτέλεσμα οι εμπειρίες μας να ορίζονται από τρίτους για εμάς. Είναι καιρός πλέον να ορίσουμε εμείς την ατζέντα που μας αφορά και να διεκδικήσουμε να μπει στο επίκεντρο τόσο του φεμινιστικού όσο και του αναπηρικού κινήματος, στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης αλλά και των ερευνών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της σπουδής της αναπηρίας.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι η διαδικασία της χειραφέτησής μου ξεκίνησε όταν βρέθηκα στους κόλπους της Κίνησης Χειραφέτησης Αναπήρων: Μηδενική Ανοχή, καθώς τότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, το οποίο –όπως έλεγε και ο Μάικλ Όλιβερ- είναι ένα εργαλείο, ένα εργαλείο χειραφέτησης των αναπήρων. 
Αυτό που μπορώ να σας πω, είναι ότι η βαθιά κατανόηση του κοινωνικού μοντέλου είναι απελευθερωτική για εμάς τις ανάπηρες γυναίκες και σας καλώ να έρθετε και να συμμετέχετε σε κάποια από τις επόμενες δράσεις της Κίνησης Χειραφέτησης Αναπήρων Μηδενική Ανοχή έτσι ώστε να το διαπιστώσετε και μόνες σας.

Σας ευχαριστώ πολύ!



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις